στυλίστας

στυλίστας
και στιλίστας, ο, Ν
συγγραφέας διακρινόμενος για την κομψότητα και τη γλαφυρότητα τού ύφους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. styliste < style (βλ. και λ. στυλ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στυλίστας — ο, η βλ. στιλίστας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… …   Dictionary of Greek

  • στιλίστας — ο, Ν βλ. στυλίστας …   Dictionary of Greek

  • υφοτέχνης — ο, Ν λογοτέχνης με ιδιαίτερα αξιόλογο ύφος, στυλίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφος + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογο τέχνης] …   Dictionary of Greek

  • στιλίστας — στιλίστας, ο και στυλίστας, ο 1. λογοτέχνης που ξεχωρίζει για το ύφος του: Ο Καρκαβίτσας είναι μεγάλος στιλίστας. 2. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το ντύσιμο και γενικότερα την εξωτερική εμφάνιση άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”